- προκαταστέλλω
- προκατα-στέλλω,A begin by calming or moderating,
τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.2.15
;τὸν θυμόν Eust.104.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.2.15
;τὸν θυμόν Eust.104.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταστέλλω — ΜΑ καταστέλλω, καταπραΰνω εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», Αριστείδ. β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῡ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστέλλω «αναχαιτίζω, κατευνάζω»] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek